- Καράτσι
- I
(Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου-17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια), Παναγία του αγίου Υακίνθου (1594, Μουσείο του Λούβρου) και Το κήρυγμα του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (1602, Μπολόνια). Ο Αγκοστίνο Κ. (Agostino, Μπολόνια 1557 – Πάρμα 1602) μαθήτευσε επίσης κοντά στον Πρόσπερο Φοντάνα και στον Μπαρτολομέο Πασερότι. Εργάστηκε με τον αδελφό του, Ανιμπάλε (Annibale, Μπολόνια 1560 – Ρώμη 1609), στα έργα της Πινακοθήκης Φαρνέζε (Κέφαλος, Γαλάτεια) και αργότερα αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι καπουτσίνων. Ο Ανιμπάλε εργάστηκε για τη διακόσμηση του μεγάρου (παλάτσο) Φάβα, του μεγάρου Μανιάνι, του μεγάρου Σαμπιέρι κ.ά.Ήταν ο νεότερος από τους διευθυντές της Ακαδημίας της Μπολόνια και ο πιο δημοφιλής.Η ταυτόχρονη δραστηριότητά τους στην Μπολόνια στα τέλη του 16ου αι. αποτέλεσε την αντίδραση στον ιταλικό μανιερισμό παράλληλα με την επανάσταση του Καραβάτζιο. Οι καλλιτέχνες αυτοί πραγματοποίησαν, o καθένας με διαφορετικό τρόπο, το ίδιο ζωγραφικό πρόγραμμα, το οποίο απέβλεπε στην επανασύνδεση της τέχνης με τη φύση. Επρόκειτο για κάτι αντίθετο προς τις διανοητικές αναζητήσεις των εκλεπτυσμένων και κομψών μανιεριστών ζωγράφων, οι οποίοι είχαν απομακρυνθεί από το φυσικό αντικείμενο. Για τη διάδοση του νέου προγράμματός τους οι Κ. ίδρυσαν γύρω στο 1584 την Ακαδημία τωνΠροοδευτικών (Incamminati), όπου εκτός από τη σπουδή του φυσικού αντικειμένου διδασκόταν και η αρχιτεκτονική.Ο Λοντοβίκο ήταν δάσκαλος ζωγραφικής, ο Αγκοστίνο, καλλιεργημένος και διανοούμενος, ήταν ο θεωρητικός και o μεσάζων στις σχέσεις με την τέχνη άλλων περιοχών (από τα ταξίδια του στην Πάρμα, στην Τοσκάνη και στη Βενετία έφερνε σημειώσεις και χαρακτικά αντίγραφα έργων των μεγάλων ζωγράφων) και ο Ανιμπάλε, περισσότερο πρακτικός παρά θεωρητικός (συνήθιζε να λέει: «εμείς οι ζωγράφοι πρέπει να εκφραζόμαστε με τα χέρια»), ήταν ο τεχνικός, εκείνος που δίδασκε ζωγραφίζοντας. Οι Κ. πραγματοποίησαν το ζωγραφικό τους πρόγραμμα όχι τόσο στη διακόσμηση του μεγάρου Φάβα (1584), όπου υπάρχουν αναμνήσεις της ζωγραφικής του Φεντερίκο Μπαρότσι και ένας αισθησιασμός τύπου Κορέτζιο, όσο στη ζωφόρο με τον Μύθο του Ρωμύλου του μεγάρου Μανιάνι (1588-91). Για τους Κ. στην έννοια φύση συμπεριλαμβάνεται η έννοια ιστορία ως παιδεία, δηλαδή ως σπουδή των μεγάλων ζωγράφων που δεν αποσκοπεί στην απομίμηση της τεχνοτροπίας τους, όπως συνέβαινε με τους μανιεριστές, αλλά στην αναδρομή στις φάσεις της δημιουργικής εμπειρίας τους, που είχε αφετηρία τη φύση και στόχο την εξιδανίκευσή της. Στη ζωφόρο του μεγάρου Μανιάνι, σπουδή των μεγάλων σήμαινε σπουδή των Βενετσιάνων δασκάλων. Και οι τρεις Κ. είχαν ταξιδέψει στη Βενετία πριν από το 1588 και είχαν αποκομίσει τη ζωντανή εντύπωση του χρώματος και του φωτός του Τιντορέτο και του Βερονέζε.Στα ατομικά τους έργα διακρίνονται οι διαφορετικοί χαρακτήρες του καθενός. Ο Αγκοστίνο, ο περισσότερο καλλιεργημένος, ήταν και ο λιγότερο προικισμένος καλλιτεχνικά. Ο Λοντοβίκο, από τη φύση του προσανατολισμένος σε ένα μυστικιστικό όραμα της ζωής, έκλινε περισσότερο προς την κατεύθυνση της Αντιμεταρρύθμισης, όπως διαμορφώθηκε στον Λόγο για τις ιερές και κοσμικές εικόνες (1582) του καρδινάλιου Παλεότι (αρχιεπισκόπου της Μπολόνια) και ζωγράφιζε εικόνες αγίων τραπεζών με την πρόθεση να συγκινήσει το κοινό και να το στρέψει στη θρησκεία (Ευαγγελισμός στην πινακοθήκη της Μπολόνια, Το όραμα του αγίου Αντωνίου στο Άμστερνταμ, Η Παναγία στην πινακοθήκη της Μπολόνια, ΗΠαναγία με το Βρέφος και αγίους στην πινακοθήκη του Τσέντο). Τα έργα αυτά οδήγησαν αργότερα στη ρητορική ορισμένων θρησκευτικών πινάκων μπαρόκ. Ο Ανιμπάλε, ο οποίος ενδιαφερόταν περισσότερο για τη φυσική αλήθεια, δημιούργησε στη νεανική του περίοδο Το κατάστημα του κρεοπώλη (Οξφόρδη) και τον Άνθρωπο που τρώει φασόλια (πινακοθήκη Κολόνα, Ρώμη), από τα οποία πηγάζουν ορισμένοι μεταγενέστεροι τύποι ρωπογραφιών· στην πιο ώριμη φάση της τέχνης του φιλοτέχνησε τις προσωπογραφίες (πινακοθήκη Μποργκέζε, Ρώμη· πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία· μουσείο Καποντιμόντε, Νάπολη κ.α.), τους πίνακες με θρησκευτικό περιεχόμενο, που αποτυπώνουν την έξαρση του φυσικού κάλλους και, τέλος, τις μυθολογικές σκηνές Αφροδίτη και Έρως (πινακοθήκη Εστένσε, Μοντένα), Βάκχος (μουσείο Καποντιμόντε, Νάπολη), Αφροδίτη και Άδωνις (ιστορικό μουσείο τέχνης, Βιέννη) κ.ά., προμηνύματα του φανταστικού-κλασικού κόσμου του μεγαλύτερου ζωγραφικού έργου του, της στοάς Φαρνέζε. Η ζωφόρος του μεγάρου Μανιάνι ήταν το τελευταίο κοινό έργο των Κ.Το 1595 ο Ανιμπάλε εγκατέλειψε την Μπολόνια και εργάστηκε στη Ρώμη, στην υπηρεσία του καρδινάλιου Οντοάρντο Φαρνέζε. Εκεί, η επαφή του με τα αριστουργήματα της αρχαιότητας και με τα τελευταία έργα του Ραφαήλ (αίθουσες και τάπητες του Βατικανού, τοιχογραφίες της Φαρνεζίνα) τον οδήγησε στη σύνθεση του βενετσιάνικου χρώματος με το ρωμαϊκό σχέδιο. Η σύλληψη του διακοσμητικού θέματος της στοάς Φαρνέζε και η επιλογή των σκηνών ανήκει κατά ένα μεγάλο μέρος στον Αγκοστίνο (που έφτασε στη Ρώμη το 1597, όταν ο Ανιμπάλε ολοκλήρωνε την τοιχογράφηση του προθαλάμου του ίδιου μεγάρου) και στις συμβουλές του καρδινάλιου Αγκούκι, γνωστού διανοούμενου στο περιβάλλον της παπικής αριστοκρατίας. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πολύπλοκο και μελετημένο έργο, όπως αποδεικνύουν τα διάφορα προπαρασκευαστικά σχέδια στο Λούβρο, στη Βιέννη, στο Γουίντσορ κ.α. Σε αυτή την αριστοτεχνική καλλιτεχνική σύνθεση, οι μορφές των αρχαίων μύθων κινούνται στο χρυσό φως ενός ονειρικού, μακάριου κόσμου. Στους τοίχους, πλαισιωμένες με μεγάλα φατνώματα σαν ελαιογραφίες ανάμεσα σε πλαστά πλαίσια και μαρμάρινες καρυάτιδες, είναι τοποθετημένες οι μυθολογικές σκηνές, που δημιουργούν ένα είδος μεγάλου ιστορικού μυθιστορήματος, που ανταποκρινόταν στις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις των πριγκίπων της Καθολικής Εκκλησίας. Στον θόλο, ο ζωγραφισμένος ουρανός δίνει στον χώρο μια προοπτική απείρου με τις τολμηρές βραχύνσεις των μορφών μέσα στο γαλάζιο βάθος. Η στοά Φαρνέζε αποτελεί το αριστούργημα του Ανιμπάλε, συγκερασμό ιστορίας και φύσης, κλασικής και αναγεννησιακής παράδοσης και προσωπικής θέασης του κόσμου και της εποχής, ενώ αντιπροσωπεύει τη σύνθεση της ζωγραφικής τέχνης και της παιδείας του καλλιτέχνη. Μεγάλη εκφραστική σημασία αποκτά στη στοά το νέο στοιχείο του τοπίου, που λίγο αργότερα (περίπου το 1604) αποτέλεσε το κύριο θέμα των τυμπάνων στο παρεκκλήσιο του μεγάρου Αλντομπραντίνι στο Κόρσο, δύο από τα οποία (Φυγή στην Αίγυπτο και Αποκαθήλωση), φιλοτεχνημένα από τον ίδιο τον Ανιμπάλε, βρίσκονται στην πινακοθήκη Ντόρια-Παμφίλι στη Ρώμη. Τα ρωμαϊκά έργα του Ανιμπάλε είχαν σημαντική απήχηση στη ζωγραφική και στην αισθητική του ύστερου 17ου αι. Η στοά αποτέλεσε το πρότυπο της μπαρόκ ψευδαισθητικής διακόσμησης των θόλων σε μορφή ανοιχτών ουράνιων χώρων –που φιλοτεχνούσαν αργότερα ο Ντομενικίνο, ο Λανφράνκο και ο Πιέτρο ντα Κορτόνα– και τα τύμπανα Αλντομπραντίνι συνέστησαν το ιστορικό προηγούμενο της μοντέρνας τοπιογραφίας, που αναπτύχθηκε με τους ζωγραφικούς πειραματισμούς του Ντομενικίνο, του Πουσέν και του Κλοντ Λορέν και έγινε το πιο διαδεδομένο είδος τον 18o αι.Σε σύγκριση με τον Ανιμπάλε, οι προσωπικότητες των δύο άλλων Κ. είναι υποδεέστερες, καθώς παρέμειναν ενταγμένες στα όρια της εποχής τους, χωρίς να προαναγγέλλουν μελλοντικές εξελίξεις. Ο Αγκοστίνο δεν έμεινε για μεγάλο διάστημα στη Ρώμη· το 1599 επέστρεψε στην Μπολόνια και ύστερα από έναν χρόνο εγκαταστάθηκε στην Πάρμα, στην υπηρεσία του δούκα Ρανούτσιο, όπου πέθανε αφήνοντας ανολοκλήρωτα τα τελευταία του έργα, τις νωπογραφίες του μεγάρου του κήπου. Ο Λοντοβίκο, από την άλλη, δεν απομακρύνθηκε σχεδόν ποτέ από την Μπολόνια. To τελευταίο σημαντικό έργο του –σε συνεργασία με τους μαθητές της σχολής του–, οι νωπογραφίες του Σαν Μικέλε ιν Μπόσκο, ολοκληρώθηκε το 1605. Η σύγχρονη και η μεταγενέστερη κριτική χαρακτήρισε την τέχνη των Κ. εκλεκτική, συνάρτηση δηλαδή πολλών στοιχείων δανεισμένων από τους μεγάλους Ιταλούς ζωγράφους του 16ου αι. Αυτός ο χαρακτηρισμός, θετικός για την εποχή των Κ. και για τους επόμενους αιώνες, απέκτησε κατά τον 19o αι. την αρνητική έννοια της απόρριψης της καλλιτεχνικής αξίας και της πρωτοτυπίας των συγκεκριμένων ζωγράφων. Οι πρόσφατες έρευνες των προβλημάτων της ζωγραφικής των Κ. κατέληξαν στην επανεκτίμηση των προτερημάτων και της σημασίας της για τη μετάβαση από τα ιδεώδη του τέλους του 16ου αι. στα ιδεώδη των μέσων του 17ου αι.
Πίνακας του Αγκοστίνο Καράτσι (Πινακοθήκη Μπρέρα, Μιλάνο).
«Το κήρυγμα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου» (1592), έργο του Λοντοβίκο Καράτσι (Εθνική Πινακοθήκη, Μπολόνια).
II«Το ψάρεμα», αντιπροσωπευτικό έργο του Ανίμπαλε Καράτσι (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
(Karachi). Πόλη (9.269.265 κάτ. το 1998) του Πακιστάν και πρωτεύουσα της επαρχίας Σιντ (140.914 τ. χλμ., 30.439.893 κάτ. το 1998). Βρίσκεται στην ακτή της Αραβικής θάλασσας, ΒΔ του δέλτα του ποταμού Ινδού.Το Κ. ήταν ένα μικρό χωριό ψαράδων έως το 1843 όταν πουλήθηκε από τους εμίρηδες του Σιντ στους Άγγλους, οι οποίοι κατασκεύασαν το λιμάνι και σε σύντομο διάστημα το μετέτρεψαν σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Αργότερα, η μεγάλη ανάπτυξη της κοιλάδας του Ινδού, όπου εκτεταμένα αρδευτικά έργα επέτρεψαν την αισθητή αύξηση της παραγωγής γεωργικών προϊόντων (βαμβακιού, δημητριακών, ελαιούχων σπόρων κ.ά.) –των οποίων το Κ. είναι το φυσικό κέντρο συγκέντρωσης και εξαγωγής– συνετέλεσε στην αύξηση της εμπορικής σημασίας της πόλης.Το 1947 το Κ. ορίστηκε πρωτεύουσα του νεοϊδρυθέντος κράτους του Πακιστάν και παρέμεινε έως το 1960, οπότε αντικαταστάθηκε προσωρινά από τη Ραβαλπίντι, πριν χτιστεί η νέα πρωτεύουσα, Ισλαμαμπάντ. Στις ημέρες μας, από πολιτική και διοικητική έδρα έγινε βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο, το μεγαλύτερο της χώρας, με εργοστάσια ειδών διατροφής, υφαντουργίας (κυρίως εριουργίας), μηχανών, ηλεκτρικών ειδών, τσιμέντου, ειδών υπόδησης κ.ά. Διαθέτει διεθνές αεροδρόμιο και συνδέεται οδικά και σιδηροδρομικά με τις διάφορες ινδικές μεγαλουπόλεις.Το παλιό τμήμα της πόλης, γύρω από το λιμάνι, φέρει τα χαρακτηριστικά του ανατολίτικου οικισμού, ενώ η νέα πτέρυγα χαρακτηρίζεται από την αντίθεση μεταξύ των μοντέρνων κτιρίων και των μεγάλων προσφυγικών παραπηγμάτων. Στην πόλη υπάρχει το μαυσωλείο του Mοχάμετ Aλί Tζινά καθώς και πλούσιο μουσείο.Φωτογραφία της πόλης Καράτσι του Πακιστάν, από δορυφόρο της NAΣA, τον Νοέμβριο του 1997 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Τζαμί στην πόλη Καράτσι του Πακιστάν (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.